- πρόσειμι
- (I)ΜΑ [εἶμί](ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαιαρχ.1. πορεύομαι, προχωρώ2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.)3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι προσῆσαν», Ξεν.)4. πλησιάζω με ερωτική διάθεση («αἷς ἂν προσέλθω ὑπερασπάζονταί με διὰ τὸ μηδένα ἄλλον αὐταῑς ἐθέλειν προσιέναι», Ξεν.)5. προσέρχομαι σε κάποιον ως βοηθός6. (με εχθρ. σημ.) επιτίθεμαι, προσβάλλω (α. «ἀκούει τοὺς πολεμίους προσιόντας ἡμῑν», Ξεν.β. «προσῄεσαν τρεῑς φάλαγγες ἐπὶ τὸ... στράτευμα», Ξεν.)7. τάσσομαι με το μέρος κάποιου σε έναν πόλεμο8. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι για να μιλήσω («τούτων... παρὰ τὸ ψήφισμα πεπρεσβευκότων, προσῇμεν τῇ βουλῇ», Δημοσθ.)9. έρχομαι ενώπιον («πρόσειμι πρὸς τὰς ἀρχάς», Θουκ.,)10. (για πράγμα) προστίθεμαι («τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ», Αισχύλ.)II. (για χρόνο) επίκειμαι, επέρχομαι («ἐπεάν... προσίῃ ὁ τεταγμένος χρόνος», Ηρόδ.)12. (για χρήματα και προσόδους) εισπράττομαι («τὸν φόρον ἡμῑν ἀπὸ τῶν πόλεων συλλήβδην τὸν προσιόντα», Αριστοφ.)13. συχνάζω ως μέλος ενὸς ακροατηρίου14. (σχετικά με κλήρωση ή μοιρασιά) πέφτω στο μερίδιο κάποιου15. αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, συναινώ16. (το ουδ. μτχ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσιόνταοι δημόσιες πρόσοδοι, τα δημόσια έσοδα («οὐδ' ἡ δεκάτη τῶν προσιόντων ἡμῑν ἄρ' ἐγίγνεθ' ὁ μισθός», Αριστοφ.).————————(II)Α [εἰμί]1. προστίθεμαι σε κάτι («ἐάν... θερμότης τῷ δίψει προσῇ», Πλάτ.)2. συνυπάρχω («τῇ... βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι καὶ κίνδυνοι», Ξεν.)3. ανήκω σε κάποιον, είμαι χαρακτηριστικό του (α. «ὡς ἐὰν πρότερός τις εἴπῃ τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ περὶ ἄλλου», Δημοσθ.β. «πρόσεστι γυναιξίν... εἴδωλα τίκτειν»Πλάτ.)4. επίκειμαι, είμαι παρών ή κοντά (α. «τύχη μόνον προσείη», Αριστοφ.β. «κατεχειροτονήσατε μὲν διὰ ταῡτα, και οὐδ' ὁτιοῡν ἄλλο προσῆν», Δημοσθ.)5. βρίσκομαι κοντά, παράκειμαι («οἰκίας καὶ τῆς προσούσης αὐλῆς», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.